- λαμπίκος
- ο(λ. αραβ.)1. αποστακτήρας, διυλιστήριο.2. καθετί διαυγές και καθαρό: Η κουζίνα της είναι πάντα λαμπίκος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαμπίκος — ο 1. είδος αποστακτήρα που χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή οινοπνευματωδών ποτών με απόσταξη, ο άμπικας 2. καθετί λαμπρό, διαυγές ή καθαρό (α. «το λάδι είναι λαμπίκος» β. «έκανα το πάτωμα λαμπίκο»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < αραβ.… … Dictionary of Greek
άμβιξ — ( ικος) και άμβυξ ( υκος), ο (Α ἄμβιξ και ἄμβυξ) νεοελλ. 1. μεγάλη χύτρα όμοια με λέβητα 2. το σώμα τού αποστακτικού λέβητα 3. ολόκληρη η συσκευή απόσταξης, ο λαμπίκος αρχ. είδος ποτηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι πιθανό να… … Dictionary of Greek
άμπικας — ο, ή λαμπίκος, ο τεχνολ. είδος αποστακτήρα, που χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή οινοπνευματωδών ποτών με απόσταξη … Dictionary of Greek
λαγάρα — η 1. υγρό απαλλαγμένο από κάθε ξένη ουσία, κατασταλαγμένο, καθαρό και διαυγές, λαμπίκος («κρασί λαγάρα») 2. κάθε προϊόν διήθησης 3. (για χρυσό) αμιγής, άπεφθος, χωρίς ξένα σώματα 4. μτφ. πράγμα άριστης ποιότητας β) (για πρόσ.) ειλικρινής, τίμιος … Dictionary of Greek
λαμπικάρω — και λαμπικαρίζω [λαμπίκος] 1. αποστάζω με τον άμπικα, με τον λαμπίκο 2. καθιστώ κάτι διαυγές, διυλίζω («λαμπικαρισμένο πετρέλαιο») 3. γίνομαι διαυγής 4. καθαρίζω («μού λαμπικάριζε τα μάτια, μού ακόνιζε το μυαλό», Βάρν.) … Dictionary of Greek
alambic — ALAMBÍC, alambicuri, s.n. Aparat metalic pentru distilarea lichidelor. – Din fr. alambic. Trimis de ana zecheru, 02.10.2002. Sursa: DEX 98 alambíc s. n., pl., alambícuri Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa: Dicţionar ortografic ALAMBÍC… … Dicționar Român
άμβυκας — ο μεγάλο καζάνι που χρησιμοποιείται για την απόσταξη υγρών (οινοπνεύματος κτλ.), λαμπίκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποστακτήρας — ο συσκευή με την οποία γίνεται η απόσταξη, λαμπίκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)